-
1 πυρφορέω
b esp. to be a πυρφόρος or bearer of sacred fire, IG7.1776 (Thesp.); ὁ παῖς ὁ τῷ πυρφορῶν ib.42(1).121.43 (Epid., iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρφορέω
См. также в других словарях:
πυρφορώ — και πυροφορῶ, έω, Α [πυρφόρος] 1. φέρω πυρσό, είμαι πυρφόρος 2. φέρω το ιερό πυρ («ὁ παῑς ὁ τῷ θεῷ πυρφορῶν», επιγρ.) 3. μεταφέρω φωτιά («θεωρίς ναῡς ἐκ Δήλου πυρφοροῡσα», Φιλοστρ.) 4. πυρπολώ 5. μτφ. κατακαίω («πυρφορεῑν τὴν ψυχήν», Χαρίτ.) … Dictionary of Greek